συνδοκῶ

συνδοκῶ
συνδοκέω
seem to one as to another
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συνδοκέω
seem to one as to another
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
συνδοκέω
seem to one as to another
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συνδοκέω
seem to one as to another
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνδοκώ — έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, έω, Α θεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογο αρχ. 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι) μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης 2. πιθ. νομίζω, θαρρώ 3. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • συνδοκτικός — ή, όν, ΜΑ [συνδοκῶ] μσν. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον, ο σύμφωνος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνδοκτικόν (κατά τον Ησύχ.) «συνδεδογμένον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”